- Ἁλιάκμονα
- Ἁλιάκμωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλιάκμονα, δήμος — Νέος δήμος (4.059 κάτ.) του νομού Καστοριάς, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καλοχωρίου, Μεσοποταμιάς, Οινόης και Πτεριάς, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον συνοικισμό Αγίας Κυριακής της… … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek
βενέτικος — Ποταμός του νομού Γρεβενών. Δεξιός παραπόταμος του Αλιάκμονα, πηγάζει από τις πλαγιές της Πίνδου, ρέει ΒΑ και συμβάλλει στον Αλιάκμονα Ν του οικισμού Αγάπη. Ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, Βενέτικος. * * * (I) η, ο και βενετικός, ή, ό (Μ βενέτικος,… … Dictionary of Greek
Αλιάκμονας — I Ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας (320 χλμ.), από όσους ρέουν αποκλειστικά σε ελληνικό έδαφος. Έχει λεκάνη απορροής 9.210 τ. χλμ. και πηγάζει από το όρος Βόιο (Γράμμος) του ορεινού συστήματος της Πίνδου. Αρχικά κατευθύνεται για λίγο… … Dictionary of Greek
Ημαθίας, νομός — Νομός (1.699 τ. χλμ., 143.618 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, στο δυτικό τμήμα της κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τον νομό Πέλλης, στα Α με τον νομό Θεσσαλονίκης, στα ΝΑ και Ν με τον νομό Πιερίας, στα ΝΔ και Δ με τον νομό… … Dictionary of Greek
Καστοριάς, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.685 τ. χλμ., 53.483 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη. Συνορεύει στα Β με τον νομό Φλωρίνης, στα ΝΑ με τον νομό Κοζάνης, στα Ν με τον νομό Γρεβενών, στα ΝΔ με τον νομό Ιωαννίνων και… … Dictionary of Greek
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek
Αιανή — I Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, στη χώρα των Ελιμειωτών (σημερινός νομός Κοζάνης), που ιδρύθηκε από τον Αιανό, γιο του Ελύμου, βασιλιά των Τυρρηνών (μάλλον Τυρ(ι)σσηνών, από τη μακεδονική πόλη Τύρισσα). Λέγεται και Αιάνη και Αίανα. II Κωμόπολη… … Dictionary of Greek
Γρεβενά — Πόλη (10.177 κάτ.) της δυτικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου δήμου και νομού. Είναι χτισμένη στο δυτικό λεκανοπέδιο του Αλιάκμονα σε υψόμετρο 534 μ. και διαρρέεται από τον παραπόταμο του Αλιάκμονα Γρεβενιώτικο. Τα Γ. αποτελούν το εμπορικό… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek